- οξύρροπος
- ὀξύρροπος, -ον (Α)1. (κυρίως για ευαίσθητο ζυγό) αυτός που έχει οξεία ροπή, αυτός που κλίνει αμέσως προς τη μία από τις δύο πλευρές2. μτφ. αιφνίδιος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύρροπονη ορμητικότητα, η σφοδρότητα4. φρ. «ὀξύρροπος πρὸς τὴν ὀργὴν» ή «ὀξύρροπος εἰς ὀργήν» — ευερέθιστος, οξύθυμος.επίρρ...ὀξυρρόπως (Α)με οξύρροπο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + -ρροπος (< ῥοπή), πρβλ. ισό-ρροπος, ομοιό-ρροπος].
Dictionary of Greek. 2013.